- φωνογραφικός
- η , ό[ν]1) звукозаписывающий, фонографический; 2) фонограммный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωνογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνογραφία ή στον φωνογράφο (α. «φωνογραφικοί δίσκοι» οι δίσκοι τού φωνογράφου β. «φωνογραφική απόδοση»). επίρρ... φωνογραφικώς και φωνογραφικά Ν από φωνογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνογράφος ή… … Dictionary of Greek
φωνογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνογραφία ή το φωνογράφο (βλ. λ.): Φωνογραφικοί δίσκοι (οι δίσκοι του γραμμοφώνου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)